Suzuki Inazuma (GW) 250 (2012-σήμερα): Το GSX250E του 21ου αιώνα;
Κινητήρας: Ο δικύλινδρος υγρόψυκτος κινητήρας των 248 κ. εκ. αποδίδει 24.48 ίππους/ 8500 σ.α.λ. και 2.24 χλγμ/ 6500 σ.αλ. ροπή, ονομαστικές τιμές. Στην πράξη ο κινητήρας είναι πολύ γραμμικός. Η κατώτερη περιοχή του στροφομέτρου μέχρι τις 5000 σ.α.λ. επαρκεί για χαλαρές βόλτες στην πόλη. Με την τελευταία 6η σχέση στο κιβώτιο οι στροφές αυτές αντιστοιχούν στα 67 χ.α.ω., ένδειξη κοντέρ.
Οι 7500 σ.α.λ. αντιστοιχούν στα 100 χ.α.ω.. Ο κόφτης επεμβαίνει στις 11200 σ.α.λ. ένδειξη στροφόμετρου. Από τις 7000 σ.α.λ. και πάνω γίνονται αντιληπτοί κραδασμοί στα μαρσπιέ του οδηγού, ενώ από τις 8700 σ.α.λ. και πάνω γίνονται πλέον πολύ αισθητοί στα μαρσπιέ και στο τιμόνι. Η τελική ταχύτητα είναι 145 χ.α.ω. ένδειξη κοντέρ.
Ο κινητήρας παρά τους δύο κυλίνδρους τα βρίσκει δύσκολα στο γρήγορο ρυθμό να κινήσει την βαριά μοτοσυκλέτα. Οι επιδόσεις είναι μέτριες σε σχέση με αυτό που περιμένει κάποιος και στο θέμα της τελικής ταχύτητας αλλά και στην παρεχόμενη επιτάχυνση ιδίως κοντά στην τελική ταχύτητα της μοτοσυκλέτας.
Ο συμπλέκτης είναι πολύ ελαφρύς. Υπάρχει ένα shift light το οποίο μάλιστα μπορεί να ρυθμιστεί να ανάβει σε δύο τιμές στροφών 4 κι 8000 σ.α.λ. ανάλογα με την επιθυμία του αναβάτη να επιλέξει το πρόγραμμα Eco ή Sport αντίστοιχα. Η μοτοσυκλέτα δεν διαθέτει χάρτες ωστόσο.
Η ψηφιακή ένδειξη της επιλεγμένης ταχύτητας στην κίνηση της πόλης είναι πολύ χρήσιμη. Υπάρχουν δύο μερικοί χιλιομετρητές και ρολόι. Η μοτοσυκλέτα διαθέτει δύο εξατμίσεις, μία σε κάθε πλευρά. Ο ήχος του κινητήρα είναι χαρακτηριστικός δικύλινδρος. Ειδικά στην σβέλτη οδήγηση στην πόλη είναι όμορφος και θυμωμένος!
Τα διαστήματα ελέγχου των βαλβίδων είναι μικρά, 5000 χλμ. Ενδεικτική μέση κατανάλωση 4 λίτρα/100 χλμ..
Θέση οδήγησης: Το ύψος της σέλλας είναι μέτριο, 780 χιλ.. Λόγω του πλάτους της όμως θα επιτρέψει σίγουρο πάτημα στο δρόμο σε οδηγούς με ύψος από μέτριο και πάνω. Λόγω του χαρακτήρα της μοτοσυκλέτας το πάτημα στο δρόμο θα μπορούσε να είναι φιλικότερο σε μικρόσωμους οδηγούς. Η σέλα κατηφορίζει προς τα εμπρός.
Ο οδηγός τοποθετείται μέσα και πάνω στη μοτοσυκλέτα. Επειδή το τιμόνι είναι ψηλό και πλατύ, η θέση οδήγησης παρέχει ένα όμορφο συνδυασμό ουδετερότητας κι εγρήγορσης.
Ο συνεπιβάτης τοποθετείται πολύ ψηλότερα από τον οδηγό. Πραγματικά δεν χρειαζόταν τόση διαφορά ύψους. Η σέλα για τον συνεπιβάτη αν και του παρέχει αρκετό χώρο είναι μάλλον στενή, πολύ μαλακή, τα γόνατα σχηματίζουν σχετικά κλειστή γωνία, ενώ και οι χειρολαβές είναι σχετικά κλειστές.
Οι διαστάσεις της μοτοσυκλέτας είναι κανονικές σε αντίθεση με το βάρος της που είναι πραγματικά μεγάλο, 182 ονομαστικά κιλά γεμάτο. Δύσκολα μπορεί να το συσχετίσει κάποιος με μοτοσυκλέτα μόλις 250 κ.εκ., πλησιάζει μάλλον προς τα 600 κ. εκ.. Οι γυναίκες οδηγοί οριακά θα μπορέσουν να συγκρατήσουν τη μοτοσυκλέτα αν κάνει ότι γέρνει στατική ειδικά αν είναι μικρόσωμες.
Στο δρόμο: Για τις αναρτήσεις η μόνη δυνατή ρύθμιση είναι στο μονό αμορτισέρ πίσω η προφόρτιση του ελατηρίου και γίνεται ακριβώς κάτω από τη σέλα. Τα καλάμια μπροστά ενώνονται και με γέφυρα. Οι αναρτήσεις έχουν μαλακή αίσθηση.
Τα ελαστικά πρώτης τοποθέτησης είναι τα IRC Roadrunner με διαστάσεις 110/80-17 μπροστά και 140/70-17 πίσω. Θεωρούνται μια μέτρια επιλογή όσον αφορά το κράτημα της μοτοσυκλέτας και καλό είναι αν ο οδηγός ενδιαφέρεται να εξερευνήσει τα όρια της σε δρόμους μέτριας-χαμηλής πρόσφυσης να τα αλλάξει.
Στην πόλη η μοτοσυκλέτα είναι ευχάριστη, ουδέτερη και φιλική. Ωστόσο φαίνεται βαριά, σαν μηχανή 600 κ. εκ.. Αν εξαιρέσει κάποιος τις επιδόσεις του κινητήρα που βρίσκονται ξεκάθαρα στην κατηγορία των 250 κ. εκ., η αίσθηση του Inazuma επίσης κατά την οδήγηση θυμίζει μεγαλύτερη μοτοσυκλέτα.
Ο κινητήρας επαρκεί για τις καθημερινές μετακινήσεις, αν θέλει όμως ο οδηγός να κινηθεί γρήγορα, θα πρέπει να καταφεύγει και στο ανώτερο φάσμα στροφών του κινητήρα. Οι καθρέπτες είναι πολύ καλοί, δείχνουν ελάχιστους ώμους.
Στο κέντρο της πόλης η ουδετερότητα του Inazuma είναι και πάλι το κύριο χαρακτηριστικό της οδήγησης. Γενικά το βάρος δεν διευκολύνει την ευελιξία του Inazuma.
Το κόψιμο του τιμονιού είναι πάρα πολύ καλό. Οι διηθήσεις είναι εύκολες παρά το ότι και το τιμόνι και οι καθρέπτες της μοτοσυκλέτας είναι στο ίδιο ύψος με τους καθρέπτες των αυτοκινήτων και SUV. Αιτία το μικρό πλάτος του Inazuma.
Η άνεση από τις μαλακές αναρτήσεις είναι εξαιρετική για αναβάτη βάρους 70 κιλών. Οι μεγάλες κακοτεχνίες όμως θα φτάσουν τελικά στον οδηγό. Επίσης αν βρει στο δρόμο διαδοχικές ανωμαλίες, η μοτοσυκλέτα φαίνεται να χοροπηδάει πάνω από τις κακοτεχνίες σε γρήγορο ρυθμό. Η κόρνα είναι καλή.
Σε επαρχιακούς δρόμους η σταθερότητα είναι αυτό που αντιλαμβάνεται ο οδηγός, η ευελιξία περνάει σε δεύτερο πλάνο, κάτι που δεν είναι συνηθισμένο για μοτοσυκλέτα 250 κ. εκ.. Η αιτία είναι η συντηρητική γεωμετρία (μεταξόνιο 1430 χιλ., κάστερ 26°, ίχνος 105 χιλ) αλλά και το μεγάλο βάρος. Το Inazuma έχει την αντίδραση μοτοσυκλέτας 600 κ. εκ. στην αλλαγή κατεύθυνσης. Ο οδηγός πρέπει να χρησιμοποιεί την μεσαία περιοχή του στροφομέτρου, 5-8000 σ.α.λ., ακόμη κι αν κινείται κανονικά. H άνεση και η ποιότητα κύλισης είναι πολύ καλές.
Στο γρήγορο ρυθμό το Inazuma έχει τη συμπεριφορά μεγαλύτερης, πιο βαριάς αλλά και σταθερής μοτοσυκλέτας. Έχει τις δυνατότητες να κινηθεί γρήγορα αλλά κάνει σαφές ότι δεν είναι φτιαγμένο για αυτό.
Το τιμόνι είναι ψηλό κι έτσι ο οδηγός δεν μπορεί να φορτίσει επαρκώς το μπροστινό τροχό.
Η πληροφόρηση σε δρόμους μέτριας-χαμηλής πρόσφυσης είναι μειωμένη λόγω των ελαστικών πρώτης τοποθέτησης. Σε δρόμους με καλή πρόσφυση οι αναρτήσεις και ειδικά το μη ρυθμιζόμενο μαλακό πιρούνι θέτουν τα όρια σε αυτό τον ρυθμό. Ο κινητήρας επίσης θα επιβάλει κάποιο συμβιβασμό αφού η ιπποδύναμη δεν φτάνει για αξιοπρεπείς επιδόσεις.
Σε περίπτωση διαδοχικών ανωμαλιών πάνω στη στροφή το Inazuma είναι ικανοποιητικό, ενώ αν τύχει σαμαράκι πάνω σε γρήγορη στροφή, οι μαλακές αναρτήσεις δείχνουν κι εκεί τα όρια τους.
Στον αυτοκινητόδρομο η μοτοσυκλέτα είναι πολύ σταθερή κι άνετη, σαν ταχύτητα ταξιδιού μπορεί να θεωρηθεί αυτή των 110-120 χ.α.ω., όπου ο δικύλινδρος κινητήρας γουργουρίζει. Ο οδηγός δέχεται την πίεση του αέρα στο ύψος του στομαχιού και πάνω αν και σε αυτή την κατηγορία και ταχύτητα, αυτό δεν είναι πολύ σημαντικό.
Οι προσπεράσεις πάνω από τα 120 χ.α.ω. θέλουν κάποιο προγραμματισμό. Ακόμη και κοντά στην τελική του το Inazuma είναι πραγματικά σταθερό.
Aν χρειαστεί να κινηθεί στον χωματόδρομο είναι πολύ καλό, με μόνη σημείωση ότι τα φρένα είναι πιο δυνατά από το επιθυμητό εκεί.
Χρησιμοποιείται δισκόφρενο με δαγκάνα δύο εμβόλων μπροστά και δίσκος με δαγκάνα μονού εμβόλου πίσω.
Τα φρένα παρέχουν καλή δύναμη, αρχικό δάγκωμα και πληροφόρηση μπροστά και πίσω. Ωστόσο λόγω του μαλακού πιρουνιού σε δυνατό φρενάρισμα το βύθισμα του μπροστινού είναι σημαντικό κι έτσι χάνεται η αίσθηση. Μια έκδοση με ABS θα ήταν καλοδεχούμενη στο μέλλον.
Σχόλια: Κάτω από τη σέλα χωρά ενδεικτικά ένα ζευγάρι χειμερινά γάντια. Ο χώρος είναι ρηχός και μακρύς ωστόσο. Υπάρχει βάση για κεντρικό σταντ αλλά και σχάρα - top case τα οποία παρέχονται σαν έξτρα. Τα φώτα είναι πολύ καλά.
Η σχεδίαση της μοτοσυκλέτας παραπέμπει σε άλλα μοντέλα της Suzuki. Η εμφάνιση κι ο προβολέας θυμίζουν B-King, το φτερό μπροστά κατεβαίνει χαμηλά όπως και στο Hayabusa, ενώ οι καμπύλες του αόριστα θυμίζουν Gladius. Τα χρωμιωμένα έξτρα καπάκια στις κεφαλές είναι όμορφα. Ο φωτισμός στο καντράν είναι πορτοκαλί, μάλλον συντηρητικός δηλαδή.
To όνομα Inazuma έχει ξαναχρησιμοποιηθεί στο παρελθόν από την Suzuki το 1997 για ένα επίσης γυμνό τετρακύλινδρο 400. Αυτό το Inazuma όμως κατασκευάζεται στην Κίνα με προδιαγραφές Suzuki φυσικά. H ποιότητα κατασκευής και το φινίρισμα είναι αρκετά καλά.
Σε σχέση με τον ανταγωνισμό, το Inazuma βρίσκεται σε επιδόσεις και σε σπιρτάδα πιο κοντά στα μονοκύλινδρα Honda CBR250R και Sym Wolf 250 παρά στο δικύλινδρο Kawasaki ninja 250.
Αιτία το αυξημένο βάρος που είναι και το μεγαλύτερο απ’όσες μοτοσυκλέτες 250 κ. εκ. έχουν δοκιμασθεί μέχρις στιγμής από την ιστοσελίδα αυτή ενώ σε συνδυασμό με τις επιδόσεις, το βάρος φέρνει το Inazuma πολύ κοντά στο δικύλινδρο αερόψυκτο Suzuki GSX250E της δεκαετίας του 80. Ήταν μια τίμια κι εξαιρετική καθημερινή μοτοσυκλέτα.
Φυσικά το Inazuma κρατάει πολύ καλύτερα στο δρόμο και ρυπαίνει πολύ λιγότερο, όμως από τα τεχνικά χαρακτηριστικά των δύο μηχανών δεν φαίνεται η πρόοδος στην ιστορία της μοτοσυκλέτας μετά από 30 χρόνια.
Ωστόσο για πολλούς ιδιοκτήτες το σημαντικότερο είναι το λογότυπο της Suzuki στο ντεπόζιτο που σε συνδυασμό με την χαμηλή τιμή εν καιρό κρίσης, έχουν σαν αποτέλεσμα μια μηχανή που καλύπτει τις καθημερινές μεταφορικές ανάγκες και καλεί νέους οδηγούς στην βασική ευχαρίστηση του μοτοσυκλετισμού.
Τιμή: 3995 €
+ Τιμή
+ Φιλικότητα - αίσθηση μεγαλύτερης μοτοσυκλέτας
-Βάρος
-Μαλακό μπροστινό